παράβυστος — stuffed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράβυστος — ο / παράβυστος, ον, ΝΜΑ [παραβύω] φρ. «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» σε απόμερο τόπο, σε απόκρυφο μέρος, κρυφά, μυστικά αρχ. 1. αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει κάπου αυτόκλητος, που χώνεται κάπου με δική του… … Dictionary of Greek
παραβύστω — παράβυστος stuffed masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράβυστος stuffed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράβυστον — παράβυστος stuffed masc/fem acc sg παράβυστος stuffed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβύστοις — παράβυστος stuffed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβύστου — παράβυστος stuffed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβύστους — παράβυστος stuffed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβύστῳ — παράβυστος stuffed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβύστωι — παραβύστῳ , παράβυστος stuffed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)